- συνεκάλεσε
- συγκαλέωcall to councilaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαλώ — συγκαλῶ, έω, ΝΜΑ [καλῶ] καλώ πολλά άτομα συγχρόνως σε ορισμένο χώρο για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων (α. «ο πρόεδρος συγκαλεί τα μέλη τού συμβουλίου σε έκτακτη συνεδρίαση» β. «ὁ Κῡρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους», Ηρόδ.) αρχ. 1. προσκαλώ… … Dictionary of Greek
Πουλχερία — (389 – ;). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (450 – 453). Πατέρας της ήταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αρκάδιος (395 – 408). Κάτοχος μεγάλης ελληνικής μόρφωσης, ευφυής και δραστήρια, ανέλαβε, μετά τον θάνατο του πατέρα της (408), την επιμέλεια της… … Dictionary of Greek